κολλάρω

κολλάρω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κολλάρω" в других словарях:

  • κολλαρίζω — και κολλάρω, κολλάρισα, κολλαρίστηκα, κολλαρισμένος 1. βρέχω με κόλλα λινά ή βαμβακερά υφάσματα που πρόκειται να σιδερωθούν: Τα πουκάμισά του είναι πάντα κολλαρισμένα. 2. προσθέτω κόλλα στο κρασί για να καθαρίσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»