κολλάρω
Смотреть что такое "κολλάρω" в других словарях:
κολλαρίζω — και κολλάρω, κολλάρισα, κολλαρίστηκα, κολλαρισμένος 1. βρέχω με κόλλα λινά ή βαμβακερά υφάσματα που πρόκειται να σιδερωθούν: Τα πουκάμισά του είναι πάντα κολλαρισμένα. 2. προσθέτω κόλλα στο κρασί για να καθαρίσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)